Σωματόμορφες Διαταραχές
- Υπηρεσίες -
Παθήσεις
- Διαταραχές Προσωπικότητας
- Προβλήματα Σχέσεων
- Άνοια και Οργανικά Ψυχοσύνδρομα
- Διαταραχή Προσαρμογής και Πένθος
- Διαταραχές Έλεγχου Παρορμήσεων
- Διαταραχές του Κύκλου Ύπνου – Εγρήγορσης
- Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής
- Σεξουαλικές Διαταραχές
- Τριχοτιλλομανία
- Διασχιστικές Διαταραχές
- Σωματόμορφες Διαταραχές (ΔΧΗ Μετατροπής – ΔΧΗ Πόνου – Σωματοποίηση)
- Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες – PTSD
- Εξαρτήσεις από Ουσίες
- Κοινωνική Φοβία και Ειδικές Φοβίες
- Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή (OCD)
- Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή
- Διπολική Διαταραχή
- Κατάθλιψη και Δυσθυμία
- Σχιζοφρένεια και Άλλες Ψυχωτικές Διαταραχές
- Διαταραχή Πανικού Με ή Χωρίς Αγοραφοβία
Ψυχοθεραπεία
Φαρμακοθεραπεία
Συμβουλευτική Εποπτεία στην Ψυχοθεραπεία
Διαιτολογική και Διατροφολογική Υποστήριξη
Σωματόμορφες Διαταραχές
(ΔΧΗ Μετατροπής - ΔΧΗ Πόνου - Σωματοποίηση)
Οι σωματόμορφες διαταραχές είναι μια ομάδα διαταραχών με κοινό χαρακτηριστικό την ύπαρξη σωματικών συμπτωμάτων που οδηγούν στην πιθανή σκέψη της ύπαρξης κάποιας οργανικής πάθησης. Οι σωματόμορφες διαταραχές διακρίνονται από τις ακατανόητα προσποιητές διαταραχές ή την υπόκριση από το γεγονός ότι τα σωματικά αυτά συμπτώματα δεν υπόκεινται στο συνειδητό έλεγχο του ατόμου, αλλά και από τα ψυχοσωματικά προβλήματα από το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποια διαγνωσμένη σωματική πάθηση στην οποία θα μπορούσαν να αποδοθούν τα σωματικά συμπτώματα. Βέβαια η παράλληλη ύπαρξη προσποιητών ή ψυχοσωματικών συμπτωμάτων ή ακόμη και κάποιας σωματικής πάθησης δεν είναι σπάνια και δεν θα πρέπει, αβίαστα, να αποκλειστεί.
Διαταραχή σωματοποίησης
Αναφέρεται σε ένα πρότυπο πολλαπλών επαναλαμβανόμενων σωματικών συμπτωμάτων, τα οποία οδηγούν σε αναζήτηση ιατρικής φροντίδας ή προκαλούν σημαντική επιβάρυνση της λειτουργικότητας. Τα σωματικά συμπτώματα πρέπει να έχουν εμφανιστεί πριν την ηλικία των 30 ετών και να εμφανίζονται κατά τη διάρκεια μίας περιόδου αρκετών ετών. Επίσης, τα συμπτώματα θα πρέπει να μην μπορούν να εξηγηθούν πλήρως από καμία γνωστή σωματική πάθηση ή από την επίδραση κάποιας ουσίας ή αν εμφανίζονται στο πλαίσιο κάποιας σωματικής πάθησης θα πρέπει η έντασή τους ή η επιβάρυνση της λειτουργικότητας να είναι μεγαλύτερη από ό,τι θα περίμενε κανείς με βάσει τα κλινικά ευρήματα. Συνήθως τα άτομα που υποφέρουν από τη διαταραχή περιγράφουν τα συμπτώματά τους με παραστατικό και υπερβολικό τρόπο, συχνά χωρίς αναφορές σε συγκεκριμένες πληροφορίες και με ασυνέπειες στο ιστορικό των συμπτωμάτων. Πολλές φορές αναζητούν ιατρική φροντίδα από πολλούς ειδικούς παράλληλα, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε περίπλοκους και μερικές φορές επικίνδυνους συνδυασμούς θεραπειών. -ς αποτέλεσμα τα άτομα αυτά συχνά υποβάλλονται σε πολυάριθμες ιατρικές εξετάσεις, διαγνωστικές διαδικασίες, εγχειρίσεις και εισαγωγές στο νοσοκομείο, με αποτέλεσμα η υγεία τους να διατρέχει σημαντικό κίνδυνο. Οι ιατρικές εξετάσεις χαρακτηρίζονται από αξιοσημείωτη έλλειψη ευρημάτων που να εξηγούν τα αναφερόμενα συμπτώματα. Εκδηλώνουν σε πολλές περιπτώσεις εμφανή συμπτώματα άγχους και καταθλιπτική διάθεση και μπορεί να συνυπάρχει παρορμητική ή αντικοινωνική συμπεριφορά, απειλές και απόπειρες αυτοκτονίας και δυσαρμονία στις ερωτικές τους σχέσεις. Ιδίως όταν συνυπάρχει διαταραχή προσωπικότητας στον άξονα δύο η ζωή τους μπορεί να είναι χαοτική. Ο επιπολασμός της διαταραχής σωματοποίησης κυμαίνεται από 0,2% έως 2% για τις γυναίκες και είναι χαμηλότερος του 0,2% για τους άντρες. -στόσο είναι αξιοσημείωτο ότι τουλάχιστον οι Έλληνες άντρες που κατοικούν στις Η.Π.Α. εμφανίζουν με υψηλότερη συχνότητα τη διαταραχή.
Αδιαφοροποίητη σωματόμορφη διαταραχή (νευρασθένεια)
Πρόκειται για μία διαταραχή που διαγιγνώσκεται όταν υπάρχουν επίμονες σωματόμορφες εκδηλώσεις που όμως δεν πληρούν τα κριτήρια της σωματοποιητικής διαταραχής ή κάποιας άλλης σωματόμορφης διαταραχής. Κριτήριο για τη διάγνωση είναι η ύπαρξη ενός ή περισσότερων σωματικών συμπτωμάτων (συνήθως χρόνια κόπωση, απώλεια όρεξης, γαστρεντερικά συμπτώματα ή συμπτώματα από το αναπαραγωγικό ή το ουροποιητικό σύστημα), το οποίο επιμένει για διάστημα 6 μηνών ή περισσότερο. Όταν η διάρκεια των συμπτωμάτων είναι μικρότερη των 6 μηνών δίνεται η διάγνωση της Σωματόμορφης διαταραχής μη καθοριζόμενης αλλιώς. Η μεγαλύτερη συχνότητα ανεξήγητων σωματικών συμπτωμάτων εμφανίζεται σε νεαρές γυναίκες χαμηλού κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου.
Διαταραχή πόνου
Αναφέρεται στην ύπαρξη πόνου που αποτελεί την κύρια κλινική εκδήλωση και είναι τέτοιας έντασης που χρήζει κλινικής προσοχής και επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τη λειτουργικότητα του ατόμου. Παραδείγματα επιβάρυνσης της λειτουργικότητας εξαιτίας του πόνου συμπεριλαμβάνουν την αδυναμία εργασίας ή εκπλήρωσης των ακαδημαϊκών υποχρεώσεων, συχνή χρήση υπηρεσιών υγείας, ο πόνος να καταστεί το κύριο θέμα της ζωής του ατόμου, κατάχρηση φαρμάκων, προβλήματα στις ερωτικές σχέσεις και διαταραχή του τρόπου ζωής. Ψυχολογικοί παράγοντες θεωρείται ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στη έναρξη, την ένταση, την επιδείνωση ή τη διατήρηση του πόνου, παρότι ο πόνος μπορεί να οφείλεται ή να επηρεάζεται εν μέρει από μία σωματική πάθηση (οπότε το άτομο λαμβάνει πρόσθετη διάγνωση στον Άξονα ΙΙΙ). Ο πόνος που οφείλεται αποκλειστικά σε μία σωματική πάθηση δεν αποτελεί ψυχική διαταραχή. Τα άτομα με επαναλαμβανόμενα επεισόδια οξέος πόνου ή χρόνιο πόνο μερικές φορές είναιπεπεισμένα ότι κάπου υπάρχει ένας ειδικός που έχει τη «γιατρειά» για τον πόνο και μπορεί να ξοδέψουν πολύ χρόνο και χρήμα στην αναζήτηση αυτή. Ο πόνος μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμό των δραστηριοτήτων και σε κοινωνική απομόνωση, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν επιπρόσθετα ψυχολογικά προβλήματα και μείωση της φυσικής αντοχής. Η οξεία διαταραχή πόνου (λιγότερο από 6 μήνες) δείχνει να σχετίζεται συχνότερα με τις αγχώδεις διαταραχές και η χρόνια διαταραχή πόνου (περισσότερο από 6 μήνες) με τις διαταραχές της διάθεσης. Και στις δύο μορφές συχνά παρουσιάζεται αϋπνία.
Μετατρεπτική διαταραχή (υστερία, υστερική νεύρωση, σύνδρομο Briquet)
Πρόκειται για μία διαταραχή που αναφέρεται στην ύπαρξη συμπτωμάτων που επηρεάζουντην εκούσια κινητική ή την αισθητική λειτουργικότητα και υποδηλώνουν την ύπαρξη κάποιας νευρολογικής ή άλλου είδους σωματικής πάθησης. Θωρείται ότι ψυχολογικοίπαράγοντες σχετίζονται με το σύμπτωμα βάσει του γεγονότος ότι της έναρξη ή τηςεπιδείνωσης του συμπτώματος προηγούνται συγκρούσεις ή άλλου είδους στρεσογόνοιπαράγοντες. Επειδή τα συμπτώματα αναφέρονται στην κινητικότητα και την αισθητικότητα συχνά αναφέρονται ως «ψευδονευρολογικά» και όσο πιο περιορισμένες είναι οι ιατρικές γνώσειςτου ατόμου, τόσο λιγότερο πειστικά είναι τα συμπτώματα. Τα συμπτώματα συνήθως δεν ανταποκρίνονται στην ανατομία και τη φυσιολογία του ανθρώπινου σώματος και συχνά δεν παρουσιάζουν σταθερότητα. Για παράδειγμα ένα «παράλυτο» χέρι που τοποθετείται πάνω από το κεφάλι του ατόμου και αφήνεται δεν πέφτει πάνω στο κεφάλι, αλλά παραμένει για ένα σύντομο διάστημα ακίνητο και μετά πέφτει στο πλάι αποφεύγοντας το κεφάλι ή υπάρχει η ίδια δυσκολία κατάποσης για τις υγρές και τις στερεές τροφές. Τα μετατρεπτικά συμπτώματα δεν συνοδεύονται από εργαστηριακά ευρήματα και γενικώς δεν οδηγούν σε σωματικές αλλοιώσεις ή αναπηρίες, παρότι συχνή είναι και η παράλληλη ύπαρξη μη μετατρεπτικών σωματικών συμπτωμάτων. Παρ’ όλα αυτά έμφαση θα πρέπει να δοθεί στο γεγονός ότι οι γνώσεις μας για την ανθρώπινη φυσιολογία και ανατομία είναι ατελείς και κατά συνέπεια η διάγνωση θα πρέπει να έχει προσωρινό χαρακτήρα και να δίδεται με επιφυλάξεις. Σε άλλες περιπτώσεις η πραγματική αιτία ενός «μετατρεπτικού» συμπτώματος μπορεί να πάρει χρόνια για να ανιχνευθεί (π.χ. σκλήρυνση κατά πλάκας) και σε παλαιότερες έρευνες περισσότερο από το 25% ασθενών που είχαν λάβει διάγνωση μετατρεπτικής διαταραχής διαγνώστηκαν στη συνέχεια με κάποια σωματική πάθηση (αν και το ποσοστό των λανθασμένων διαγνώσεων έχει μειωθεί σημαντικά στις πιο πρόσφατες έρευνες). Ο όρος «μετατρεπτική» αναφέρεται στην υπόθεση ότι το σωματικό σύμπτωμα αναπαριστά τη συμβολική επίλυση μίας ασυνείδητης ψυχολογικής σύγκρουσης και παρότι η λογική αυτή δεν υπονοείται στις σύγχρονες περιγραφές της διαταραχής είναι σημαντικό για τη διάγνωση η στενή χρονική σχέση μεταξύ ενός στρεσογόνου παράγοντα και της εμφάνισης ή της επιδείνωσης του συμπτώματος, ιδίως αν το άτομο είχε αναπτύξει μετατρεπτικά συμπτώματα σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν. Σε ψυχολογικό επίπεδο τα άτομα με μετατρεπτική διαταραχή μπορεί να εμφανίσουν αυτό που ονομάζεται μακάρια αδιαφορία (έλλειψη ενδιαφέροντος για τη φύση ή τις συνέπειες του συμπτώματος) ή να το εκδηλώνουν με δραματικό τρόπο. Το άτομο μπορεί να αποκομίζει «δευτερογενή οφέλη» από τη διαταραχή, υπό την έννοια ότι χάρη στο σύμπτωμα αποφεύγει δυσάρεστα καθήκοντα ή να απολαμβάνει προνόμια. Τα άτομα με μεταπετρεπτική διαταραχή είναι συχνά υποβόλιμα και τα συμπτώματά τους μπορεί να τροποποιούνται ή να εξαφανίζονται υπό την επήρεια εξωτερικών ερεθισμάτων. Τα μετατρεπτικά συμπτώματα είναι πιο συχνά μετά από ακραίο ψυχολογικό στρες (π.χ. πόλεμος, απώλεια αγαπημένου προσώπου) και είναι δυνατόν το άτομο να εκδηλώσει εξάρτηση ή να αναλάβει το ρόλο του ασθενούς κατά την πορεία της θεραπείας.
Υποχονδρίαση
Πρόκειται για μία διαταραχή που αναφέρεται στον έμμονο φόβο του ατόμου μήπως έχει κάποια σοβαρή ασθένεια ή στην ιδέα ότι έχει μία σοβαρή ασθένεια, που βασίζεται στην παρερμηνεία ενός ή περισσότερων σωματικών συμπτωμάτων. Ο αβάσιμος φόβος ή η ιδέα επιμένουν παρά τις ιατρικές διαβεβαιώσεις, ωστόσο δεν φτάνουν σε επίπεδο παραληρήματος και το άτομο αποδέχεται την πιθανότητα ότι ο φόβος του μπορεί να είναι υπερβολικός ή να μην υπάρχει καμία σωματική πάθηση. Το άτομο ασχολείται με σωματικές λειτουργίες, ασήμαντα σωματικά συμπτώματα ή ασαφείς σωματικές αισθήσεις για περισσότερο από έξι μήνες, θεωρεί ότι αυτές οι σωματικές αισθήσεις είναι ενδεικτικές κάποιας σωματικής πάθησης και ανησυχεί πολύ για την αιτιολογία και τη σημασία τους. Η ανησυχία του ατόμου αφορά σε διάφορα οργανικά συστήματα κατά την πάροδο του χρόνου ή παράλληλα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο όργανο ή σε μία συγκεκριμένη σωματική πάθηση. Το άτομο μπορεί να τρομάζει όταν διαβάζει ή ακούει κάτι σχετικό με σωματικές παθήσεις, όταν κάποιος που γνωρίζει αρρωσταίνει ή από την παρατήρηση του σώματός του και από αισθήσεις που προέρχονται από αυτό.
Σωματοδυσμορφική διαταραχή (δυσμορφοφοβία)
Πρόκειται για μία διαταραχή που αναφέρεται στην έμμονη ενασχόληση με ένα πρόβλημα εξωτερικής εμφάνισης. Το πρόβλημα είτε είναι φανταστικό, είτε παρότι υπάρχει κάποια ασήμαντη σωματική ανωμαλία η ανησυχία του ατόμου για αυτήν είναι υπερβολική. Συνήθως τα συμπτώματα αφορούν το πρόσωπο ή την κεφαλή (λέπτυνση των τριχών, ακμή, σημάδια, υπερβολική τριχοφυΐα, μέγεθος – σχήμα χαρακτηριστικών προσώπου κλπ.), αν και οποιοδήποτε σημείο του σώματος μπορεί να αποτελεί το επίκεντρο της ανησυχίας του ατόμου ή η ανησυχία να αφορά πολλά μέρη του σώματος ταυτόχρονα. Συχνά το σύμπτωμα είναι πολύ συγκεκριμένο (π.χ. μεγάλη μύτη), αλλά μερικές φορές είναι ασαφές (π.χ. «πεσμένο» πρόσωπο). Ορισμένα άτομα με σωματοδυσμορφική διαταραχή αποφεύγουν να περιγράψουν τα ελαττώματά τους με λεπτομέρειες εξαιτίας της ντροπής που νιώθουν για αυτά και κάνουν αναφορά στη γενική «ασχήμια» τους. Τα περισσότερα άτομα βιώνουν έντονη δυσφορία και περιγράφουν την ενασχόλησή σαν βασανιστική.