Κατάθλιψη και Δυσθυμία

- Υπηρεσίες -

Παθήσεις

Ψυχοθεραπεία

Φαρμακοθεραπεία

Συμβουλευτική Εποπτεία στην Ψυχοθεραπεία

Διαιτολογική και Διατροφολογική Υποστήριξη

Ego Ideal | Ψυχίατροι - Θεσσαλονίκη

Κατάθλιψη και Δυσθυμία

Η κατάθλιψη είναι μια εξαιρετικά διαδεδομένη ψυχιατρική διαταραχή η οποία παρότι έχει περιγραφεί εδώ και 2500 χρόνια περίπου, μόνο τα τελευταία έτη προσελκύει το ενδιαφέρον της δημόσιας υγείας, δεδομένου ότι η ανεπάρκεια που προκαλεί είναι εφάμιλλη και ίσως μεγαλύτερη από αυτή που προκαλείται από χρόνια νοσήματα όπως είναι η στεφανιαία νόσος, η αρτηριακή υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης και η χρόνια νεφρική νόσος. Επιπρόσθετα, νεώτερα δεδομένα υποστηρίζουν ότι η νοσηρότητα και θνητότητα αυτών των νοσημάτων αυξάνουν ακόμη περισσότερο όταν συνυπάρχει η καταθλιπτική σημειολογία . Σταθερά, για το διαχωρισμό της «φυσιολογικής» αναμενόμενης κατάθλιψης που προκαλείται από απογοήτευση ή «μια κακή μέρα», σε σχέση με τις διαταραχές της διάθεσης, χρησιμοποιούνται κοινώς αποδεκτά διαγνωστικά κριτήρια. Τα κριτήρια αυτά είναι σε συνεχή εξέλιξη στη διαδρομή των ετών, σε μία προσπάθεια καλύτερης και ακριβέστερης ταυτοποίησης και αναγνώρισης των νοσολογικών οντοτήτων. Οι Διαταραχές της Διάθεσης διακρίνονται κατά το DSM-IV-TR από την ύπαρξη ή όχι συγκεκριμένων Επεισοδίων Διαταραχής της Διάθεσης, που είναι το Μείζων Καταθλιπτικό Επεισόδιο, το Μανιακό Επεισόδιο, το Μεικτό Επεισόδιο και το Υπομανιακό Επεισόδιο. Επίσης το DSM-IV-TR προτείνει συγκεκριμένους Προσδιοριστές που περιγράφουν είτε το τρέχον ή το πιο πρόσφατο επεισόδιο διαταραχής της διάθεσης και που αποτελούν τη βάση για τη διάγνωση και τον προσδιορισμό των Διαταραχών της Διάθεσης. Για τις Καταθλιπτικές Διαταραχές, το βασικό διαγνωστικό στοιχείο της Μείζονος Καταθλιπτικής Διαταραχής είναι μία κλινική πορεία που χαρακτηρίζεται από ένα ή περισσότερα Μείζονα Καταθλιπτικά Επεισόδια, χωρίς ιστορικό Μανιακού, Μεικτού ή Υπομανιακού Επεισοδίου. Από την άλλη, το βασικό χαρακτηριστικό της Δυσθυμικής Διαταραχής είναι μία χρόνια καταθλιπτική διάθεση, που το άτομο την έχει το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, τις περισσότερες μέρες, για τουλάχιστον 2 χρόνια. Τέλος, η κατηγορία του DSM-IV-TR Καταθλιπτική Διαταραχή Μη Προσδιοριζόμενη Αλλιώς, περιλαμβάνει διαταραχές με καταθλιπτικά στοιχεία που δεν πληρούν τα κριτήρια για τις υπόλοιπες Καταθλιπτικές Διαταραχές.

Όπως έχει ήδη ειπωθεί, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε πως οι διαταραχές της διάθεσης είναι στην πραγματικότητα «σύνδρομα», δηλαδή ομάδες συμπτωμάτων εκ των οποίων ένα είναι η μη φυσιολογική-αναμενόμενη διάθεση. Οι κλινικοί ιατροί θα πρέπει να εκτιμούν τα «φυτικά» σημεία» (όπως είναι ο ύπνος, η όρεξη, το σωματικό βάρος, η σεξουαλική επιθυμία), τις γνωστικές παραμέτρους (διάσπαση προσοχής, μνήμη, ανοχή σε δυσφορικά ερεθίσματα, γνωστικά σφάλματα στην εκτίμηση των καταστάσεων κ.ά.), τον έλεγχο των παρορμήσεων (αυτοκτονικότητα, επιθετικότητα), τις συμπεριφορικές εκδηλώσεις (ενεργητικότητα, ενδιαφέροντα, ικανότητα απόλαυσης, κινητοποίηση κ.ά.) και φυσικά τασωματικά προβλήματα (κεφαλαλγίες, μυϊκή τάση, γαστρεντερικές ενοχλήσεις, καταβολή κ.λπ.) . Πόσο συχνές είναι οι καταθλιπτικές καταστάσεις; Έρευνες σε αστικούς πληθυσμούς του Δυτικού κόσμου έχουν δείξει ότι περίπου 15% του γενικού πληθυσμού εμφανίζει συμπτώματα κατάθλιψης, ενώ σύμφωνα με το National Institute of Mental Health, 5% του ενήλικου πληθυσμού κάθε χρόνο υποφέρει από μείζων καταθλιπτική διαταραχή (National Institute of Mental Health, 2001). Έχει βρεθεί ότι 10% των επισκέψεων ασθενών σε πρωτοβάθμια ιατρεία, οφείλονται σε συμπτώματα κατάθλιψης (Weiller E et al,1994). Παρόλα αυτά μεγάλος αριθμός ασθενών που πάσχουν από μείζονα κατάθλιψη και επισκέπτονται πρωτοβάθμια ιατρεία, συχνά παραμένουν αδιάγνωστοι (Cohen-Cole S et al, 1993).

Η μείζων καταθλιπτική συνδρομή είναι πιο συχνή σε άτομα ηλικίας μικρότερης των 45 ετών δεδομένου ότι η γενετική προδιάθεση για την ανάπτυξή της μειώνεται με την ηλικία (Kessler RC et al, 2003). Από την άλλη, η δυσθυμική διαταραχή εμφανίζει αντίθετη τάση και η παρουσία της γίνεται συχνότερη με την αύξηση της ηλικίας (Fenton FR et al, 1994). Επιπρόσθετα, η απομόνωση, η απώλεια διαπροσωπικών σχέσεων, η κοινωνική λειτουργική μειονεξία και τα σωματικά νοσήματα της τρίτης ηλικίας, αποτελούν παράγοντες που αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης καταθλιπτικών συμπτωμάτων σε μεγαλύτερες ηλικίες (Koenig HG et al,1992; Fenton FR et al, 1994). Φαίνεται μάλιστα ότι τα χρόνια σωματικά νοσήματα έχουν επίπτωση στη ψυχική διάθεση περισσότερο των ανδρών παρά των γυναικών. Oι Βeekman et al, αναφέρουν ότι η συσχέτιση χρόνιων σωματικών νοσημάτων με την κατάθλιψη είναι σαφώς ισχυρότερη για τους άνδρες και για άτομα μεγαλύτερα των 75 ετών, από ότι στις γυναίκες και στους νεότερους (Beekman AT et al, 1995), ενώ σε συγκεκριμένα σωματικά νοσήματα η επίπτωση της κατάθλιψης είναι ιδιαιτέρως σημαντική (McDaniel et al, 1995) (πίνακας 7). Στο σχήμα 7 φαίνεται η επίπτωση της κατάθλιψης στο γενικό πληθυσμό σε σχέση με την ηλικία και το φύλο, ενώ στο πίνακα 7 φαίνεται η επίπτωση της κατάθλιψης σε ασθενείς με σωματικά νοσήματα.